- ἐκπλύνων
- ἐκπλύ̱νων , ἐκπλύνωwash outpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκπλύνω — (AM ἐκπλύνω) 1. πλένω καλά, ξεπλένω 2. καθαρίζω ψυχικά, εξαγνίζω («τὸν βόρβορον τῶν πράξεων δάκρυσιν ἐκπλυθεῑσα», «Χαῑρε, λουτήρ, ἐκπλύνων συνείδησιν») … Dictionary of Greek